- ἐφθαρμένως
- ἐφθαρμένως, Adv. [tense] pf. [voice] Pass., ([etym.] φθείρω)A corrupily, Theol.Ar.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφθαρμένως — ἐφθαρμένως (Α) επίρρ. διεφθαρμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος τού ρ. φθείρομαι] … Dictionary of Greek
ἐφθαρμένως — corrupily indeclform (adverb) φθείρω destroy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)